Οι Άθλιοι
ΒΙΚΤΩΡ ΟΥΓΚΩ (1802-1885)
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΑΒΡΙΑ
Μπουσουλούσε μπρούμυτα, έτρεχε με τα τέσσερα, βαστούσε το καλάθι στα δόντια του, στριφογύριζε, γλιστρούσε, αλαφροσέρνονταν, γυρόκλωθε απ’ τον ένα σκοτωμένο στον άλλον, κι άδειαζε τις μπαλάσκες* ή τις φυσιγγιοθήκες όπως ένας πίθηκος ανοίγει μια καρύδα.
Απ’ το οδόφραγμα, απ’ το οποίο δεν είχε απομακρυνθεί ακόμα πολύ, δεν τολμούσαν να του φωνάξουν να γυρίσει πίσω, από φόβο μήπως προκαλέσουν απάνω του την προσοχή των αντιπάλων.
Απάνω σ’ ένα πτώμα δεκανέα βρήκε ένα φλασκί με μπαρούτι*.
Αυτό είναι για τη δίψα, είπε βάζοντάς το μέσα στην τσέπη του.
Με το να πηγαίνει όλο πιο πέρα, έφτασε στο σημείο όπου η καταχνιά των πυροβολισμών γινόταν διάφανη...
Τη στιγμή που ο Γαβριάς ξαλάφρωνε απ’τα φυσέκια του ένα λοχία που κοίτονταν νεκρός κοντά σ’ ένα οδόσημο, μια σφαίρα χτύπησε απάνω στο κουφάρι.
- Πανάθεμά τους! Έκαμε ο Γαβριάς. Μου σκοτώνουν τώρα και τους νεκρούς μου.
Μια δεύτερη σφαίρα άστραψε στο λιθόστρωτο, δίπλα του. Μια τρίτη έριξε κάτω το καλάθι του.
Ο Γαβριάς κοίταξε και είδε πως αυτή προερχόταν απ’ το προάστιο.
Ανασηκώθηκε τότε ολόισος, ολόρθος με τα μαλλιά του στον άνεμο. Με τα χέρια στη μέση με το βλέμμα καρφωμένο στους εθνοφρουφρούς που πυροβολούσαν, τραγούδησε:
Το Ναντέρ είν’άθλιο μέρος,
φταίει εκείνος ο Βολταίρος,
τούβλα είναι στο Παλαισώ
φταίει εκείνος ο Ρουσσώ.
Έπειτα σήκωσε από χάμου το καλάθι του, έβαλε μέσα τα φυσέκια που είχαν πέσει, χωρίς να χάσει ούτ’ ένα και προχωρώντας προς το μέρος των πυροβολισμών έσκυψε ν’απογυμνώσει μιαν άλλη μπαλάσκα. Εκεί παρά λίγο να τον πετύχει μια τέταρτη σφαίρα. Ο Γαβριάς τραγούδησε:
Αν δεν είμαι αφέντης βέρος,
φταίει εκείνος ο Βολταίρος,
αν με κράζουν νεοσσό,
φταίει εκείνος ο Ρουσσώ.
Μια πέμπτη σφαίρα δεν κατάφερε παρά να του αποσπάσει μια τρίτη στροφή:
Αν πειράζω ιδιαιτέρως
φταίει εκείνος ο Βολταίρος,
τους παράδες αν μισώ,
φταίει εκείνος ο Ρουσσώ.
Αυτό τράβηξε έτσι κάμποση ώρα.
Το θέαμα ήταν τρομερό και θελκτικό. Ο Γαβριάς, ενώ τον ντουφεκούσαν, κορόιδευε τις ντουφεκιές. Φαινόταν πως έκανε πολύ γούστο. Ήταν το σπουργίτι που τσιμπούσε τους κυνηγούς. Σε κάθε ομοβροντία απαντούσε με μια στροφή. Τον σκόπευαν αδιάκοπα κι όλο δεν τον πετύχαιναν. Οι εθνοφρουφοί κι οι στρατιώτες γελούσαν καθώς τον ζύγισαν με το μάτι...
Ωστόσο, μια σφαίρα ριγμένη πιο εύστοχα ή πιο ύπουλη απ’ τις άλλες, κατάφερε να πετύχει το παιδί-πυγολαμπίδα*. Είδαν το Γαβριά να τρικλίζει, έπειτα έγειρε χάμου. Όλοι απ’ το οδόφραγμα έβγαλαν ένα ξεφωνητό. Αλλά... ο Γαβριάς δεν έπεσε παρά για να ξανασηκωθεί. Ανακάθισε, ενώ μια μακριά χαρακιά αίματος αυλάκωνε το πρόσωπό του. Σήκωσε τα δυο του μπράτσα στον αέρα, κοίταξε προς το μέρος απ’όπου τον είχαν πυροβολήσει κι άρχισε να τραγουδάει:
Γλίστρησα, κι ας είναι θέρος,
φταίει εκείνος ο Βολταίρος,
ένα ρούπι και μισό,
φταίει εκείνος ο...
Αλλά δεν αποτελείωσε. Μια δεύτερη σφαίρα του ίδιου σκοπευτή τον σταμάτησε μονομιάς. Αυτήν τη φορά έπεσε με τα μούτρα στο λιθόστρωτο και δεν ξανασάλεψε πια. Αυτή η μεγάλη ψυχούλα είχε πετάξει πέρα.
Λεξιλόγιο
* μπαλάσκες: θήκη καλυμμένη με δέρμα που το έφερναν στη ζώνη ή στη ζωστήρα
τους, όπου οι στρατιώτες έβαζαν τα φυσίγγια τους.
* πυγολαμπίδα: Έντομο που βγάζει από πίσω μια μικρή φλόγα που αναβοσβήνει.
Λέγεται για κάποιον που είναι σβέλτος, γρήγορος, άπιαστος.
* φλασκί με μπαρούτι: μικρό πλατύ δοχείο, όπου έβαζαν το μπαρούτι για τα
φλογοβόλα όπλα.
*Ναντέρ:Προάστιο στα δυτικά του Παρισιού.
*Βολταίρος:Γάλλος συγγραφέας
*Παλαισώ:Προάστιο στα νότια του Παρισιού.
*Ρουσσώ:Γάλλος συγγραφέας.